- ἀξίοις
- ἄξιοςcounterbalancingmasc/neut dat plἀ̱ξίοις , ἄγνυμιbreakfut opt act 2nd sg (doric)ἄγωleadfut opt act 2nd sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀξιοῖς — Ἀξιός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιοῖς — ἀξιόω think pres opt act 2nd sg ἀξιόω think pres subj act 2nd sg ἀξιόω think pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀξίοις — Ἄξιος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Crasis — Sound change and alternation Metathesis Quantitative metathesis … Wikipedia
Георгий Пахимер — греч. Γεώργιος Παχυμέρης … Википедия
CAPUT — I. CAPUT Iovi apud Gentiles sacrum, veluti Sapientiae officina. Hoc Romani olim non intexêre, in urbe incedentes, nullumque pilei, petasi, causiae vel alîus tegminisusum, nisi extra urbem in peregrinatione, novêre, ut Lipsius docet: Ita namque… … Hofmann J. Lexicon universale
επανατείνω — ἐπανατείνω (AM) (Α και ποιητ. τ. έπαντείνω) [τείνω] μσν. μέσ. ανταποδίδω κάτι («ἀντ εὐεργεσίας σοι τὰ ἀνήκεστα τόλμηρῶς ἐπανετείνετο», Μηναία) αρχ. 1. τεντώνω προς τα πάνω, σηκώνω ψηλά («ἐπανατείνας τὸν τράχηλον, παῑε, ἔφη», Ξεν.) 2. μτφ. παρέχω… … Dictionary of Greek
κατασκελετεύω — (Α) 1. κάνω κάτι αδύνατο σαν σκελετό (α. «ἐν τοῑς παιδεύμασι τοῑς οὐδενὸς ἀξίοις ἑαυτούς κατασκελετεύουσι», Πλούτ. β. «ὡχροί, κατεσκελετευμένοι», Φίλ.) 2. παθ. κατασκελετεύομαι καταστρέφομαι («περιιδεῑν τὴν φύσιν τῶν αὑτῶν κατασκελετευθεῑσαν»,… … Dictionary of Greek
σωματικός — ή, ό / σωματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σώμα, σώματος] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο σώμα (α. «σωματική διάπλαση» β. «σωματικαὶ ἐργασίαι», πάπ. γ. «πόνοι σωματικοί», επιγρ. δ. «σωματικὰ ἔργα», Αριστοτ.) 2. αυτός που έχει σωματική, υλική… … Dictionary of Greek